- σμηκτρίδα
- η / σμηκτρίς, -ίδος, ἡ, ΝΑ(ενν. γη) νεοελλ. άλλη ονομασία τού σμηκτίτη2. είδος χώματος ή πηλού που χρησίμευε για καθαρισμό ενδυμάτων, σαπουνόχωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήχω + επίθημα -τρίς (πρβλ. ψηκ-τρίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμηκτρίδα — σμηκτρίς fuller s earth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού αργιλίου, που ανήκει στην ομάδα τών αργιλικών ορυκτών και απαντά με τη μορφή πολύ μικρών τεμαχιδίων, το οποίο, χάρη σε ορισμένες ιδιότητές του, χρησιμοποιείται ως λευκαντική γη για τη… … Dictionary of Greek